Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Σε στενό οικογενειακό κύκλο

Συγγραφέας: Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς Οστρόφσκι

Σκηνοθέτης: Νίκος Μαστοράκης

Πού: Θέατρο Αμόρε (Πριγκιπονήσων 10, 2106468009)

Πότε: Τετάρτη ως Κυριακή

Υπόθεση: Ο Μπαλσόφ είναι ένας πλούσιος έμπορος που σχεδιάζει να κηρύξει εικονική πτώχευση για να μην πληρώσει τους πιστωτές του και να κερδίσει ένα μεγάλο ποσό. Για να το καταφέρει αυτό ζητά τη βοήθεια του υπαλλήλου του Ποτκαλύτσην στον οποίο σκοπεύει να μεταβιβάσει την περιουσία του και ο οποίος δέχεται να συμετέχει στο κόλπο αρκεί να παντρευτεί την κόρη του Μπαλσόφ. Η εξέλιξη είναι διαφορετική απ'ότι υπολόγιζε ο εμπνευστής του σχεδίου που καταλήγει έρμαιο στιο έλεος της κόρης και του γαμπρού του.
Το έργο του Οστρόφσκι που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους λογοτεχνικούς κύκλους της Μόσχας το 1847 που πρωτοπαρουσιάστηκε, καθιέρωσε το συγγραφέα του αν και τον οδήγησε σε παραίτηση απο το κυβερνητικό του αξίωμα εφόσον λογοκρίθηκε από την εξουσία της εποχής.
Πρόκειται για μια σκληρή σάτιρα της τάξης των εμπόρων, των επιχειρηματιών, των δικολάβων και των προξενητών την οποία ο συγγραφέας γνώριζε καλά. Τα πρόσωπα του έργου κινούνται γύρω από το χρήμα, το πάθος της κατοχής, την απληστία και την απουσία αγάπης...

Η παράσταση: Ένα έργο γραμμένο πριν από 160 χρόνια μοιάζει να αφορά απόλυτα την εποχή μας εφόσον το χρήμα και όσα επιβάλλει εξακολουθούν να ορίζουν με τον ίδιο - ή χειρότερο - τρόπο τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων. Ο σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης, έχοντας στα χέρια οτυ μια ρέουσα, εμπνευσμένη μετάφραση- απόδοση του Γ. Δεπάστα, για μια ακόμη φορά κατάφερε με απλά υλικά και ευρηματικές σκηνικές λύσεις να φωτίσει ένα κείμενο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και από διδακτισμό. Η παράσταση έχει χιούμορ, ρυθμό και εξαιρετικό δέσιμο ερμηνειών. Εικαστικά το έργο αναφέρεται στην εποχή του και θα πρέπει να αναφέρουμε ιδιαίτερα τα εμπνευσμένα κοστούμια της Εύας Μανιδάκη. Ένα από τα κλειδιά του έργου που κλείνει με τρόπο σχεδόν ζοφερό την παράσταση αποτελεί η τελευταία πράξη όπου ο καθρέφτης στον οποίο αντικρύζεται το κοινό γίνεται σκηνή του δράματος και αποτύπωση μιας σύγχρονης πραγματικότητας.

Οι ηθοποιοί: Ο Νίκος Μαστοράκης είναι από τους σκηνοθέτες που καταφέρνουν να αποσπούν το μέγιστο των δυνατοτήτων των ηθοποιών με τους οποίους συνεργάζονται. Ο Δημήτρης Πιατάς ερμήνευσε με τον απαραίτητο κυνισμό το ρόλο του άπληστου έμπορου, όχι όμως πάντα με το ίδιο μέτρο. Ο Γιάννης Νταλιάνης και ο Θάνος Τοκάκης είχαν ενδιαφέρουσες στιγμές, η Σοφία Σεϊρλή απέδωσε με έμπνευση και χιούμορ την προξενήτρα και η Άλκηστης Πουλοπούλου ξεχώρισε για την κωμική της φλέβα. Η Εύη Σαουλίδου έπλασε ένα μπουφόνικο τύπο με κέφι και στέρεα υλικά ενώ, κατά τη γνώμη μας την παράσταση κλέβει η Φωτεινή Μπαξεβάνη για το έξοχο πλασάρισμα της ατάκας, την απορημένη έκφραση της μάνας που πατάει σε ερμηνείες παλιότερων ηθοποιών, και την στέρεη παρουσία της ακόμα και στις κωμικές της παύσεις.

Συμπέρασμα: Μια πολύ καλή παράσταση- αποχαιρετσμός στο θέατρο του Νότου.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα

Συγγραφέας: Ευγένιος Ο'Νηλ





Σκηνοθέτης: Αντώνης Αντύπας





Πού: Απλό Θέατρο ( Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα, τηλ. 2109229605)





Πότε: Τετάρτη ως Κυριακή





Υπόθεση: Παρακολουθούμε μια μέρα από τη ζωή της οικογένειας Ταϊρόν. Μια ολόκληρη μέρα από το πρωί ως αργά το βράδυ, μια μέρα που χάνεται μέσα στα σκοτάδια τεσσάρων βασανισμένων ψυχών που αγαπούν να μισιούνται. Ο πατέρας Τζέιμς Ταϊρόν είναι ένας γνωστός ηθοποιός που σπατάλησε το ταλέντο του στο βωμό του εύκολου χρήματος και της επιτυχίας. Η γυναίκα του Μαίρη Ταϊρόν άφησε τη ζωή της στα χέρια του συζύγου της ακολουθώντας τον σε κάθε του επιλογή και αρνούμενη αυτά που θα την έκαναν ευτυχισμένη. Ο μεγάλος γιος Τζέιμι, ηθοποιός κι αυτός, βαδίζει αποτυχημένα στα χνάρια του πατέρα του και ζει μια ζωή παρέα με το ποτό και τις εφήμερες απολαύσεις. Ο μικρός γιος Έντμοντ, ο ποιητής της οικογένειας, είναι άρρωστος από φυματίωση και προσπαθεί να βρει το δρόμο του γράφοντας. Η εξάρτηση της μάνας Ταϊρόν από τη μορφίνη-κατάλοιπο μιας άτυχης γέννας και ενός φτηνού γιατρού που επέλεξε ο τσιγκούνης άντρας της- είναι η λυδία λίθος τη συγκεκριμένη "μεγάλη μέρα" για τις σχέσεις της οικογένειας.


Το αυτοβιογραφικό έργο του Ο'Νηλ περιγράφει με ρεαλισμό και ποίηση τις ζωές των μελών της οικογένειάς του με τρόπο πολλές φορές σπαρακτικό. Μέσα από την εσωτερική δράση των υπέροχων μονολόγων και από τις έντονες συγκρούσεις των διαλογικών μερών τα πρόσωπα περνάνε "από την αγάπη στο μίσος, από τις ενοχές στις κατηγορίες από τη συμπάθεια στον ανταγωνισμό".


Η παράσταση: Ο Αντώνης Αντύπας σκηνοθέτησε το έργο με την προσφιλή του μέθοδο του απόλυτου σεβασμού στο κείμενο και της διακριτικής επέμβασης του σκηνοθέτη. Οι παραστάσεις του χαρακτηρίζονται από την απουσία σκηνοθετισμού και την απλότητα τους και έχουν το πλεονέκτημα ότι αφήνουν το λόγο να ακουστεί με καθαρότητα και την εικόνα να παρασταθεί με ευκρίνεια αλλά και ποιητικότητα. Αυτό επιτυγχάνεται και με τη βοήθεια των σχεδόν μόνιμων συνεργατών του τόσο στο εικαστικό όσο και στο ακουστικό μέρος της παράστασης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γ.Πάτσα με την λιτότητα και τη αφαιρετικότητά τους, υπογράμμιζαν τις εντάσεις και αναδείκνυαν τους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους. Ο Λ. Παυλόπουλος έντυσε δημιουργικά το χώρο με υπαινικτικούς φωτισμούς και σημαίνουσες σκιάσεις. Η Ε. Καραϊνδρου με τη χρήση ελάχιστων μουσικών φράσεων μετέφρασε συναισθήματα και εξωτερίκευσε σιωπές .
Οι ηθοποιοί: Τέτοια σημαντικά κείμενα χρειάζονται γιαν να παρασταθούν ηθοποιούς με σκηνική ωριμότητα και ερμηνευτική παιδεία. Πρόκειται για ένα έργο πρωταγωνιστών για το λόγο αυτό και σπάνια παιζόμενο στη χώρα μας. Η Ράνια Οικονομίδου ταίριαξε το γνώριμο ύφος του μουσικού της λόγου με την αφέλεια και την παιδικότητα της ηρωίδας που εγκλωβίστηκε σ'ενα γάμο που δεν είχε ονειρευτεί, δημιούργησε χαρακτήρα με κινήσεις και βηματισμούς, με σιωπές και βλέμματα. Ο Δημήτρης Καταλειφός απέδωσε το ρόλο του Τζέιμς Ταϊρόν τονίζοντας με έμπνευση και σκηνική ενάργεια τα στοιχεία εκείνα που τον χαρακτηρίζουν, τόσο τη ματαίωση του καλλιτέχνη που αδίκησε τον εαυτό του, όσο και την τσιγκουνιά υλική και συναισθηματική απέναντι στα πρόσωπα που τον περιβάλλουν. Οι σκηνές των συγκρούσεων του και των μονολόγων του είναι από καλύτερες τις παράστασης. Ο Άλκης Κούρκουλος κάνει την καλύτερη μέχρι σήμερα εμφάνιση του στη σκηνή στο ρόλο του Τζέιμι με τις τόσο εύγλωττες σιωπές του και τον τρόπο που το βλέμμα του αγκαλιάζει τα μέλη μιας οικογένειας που πονάει. Λένε πως ένα από τα πιο επικίνδυνα σημεία για ένα ηθοποιό είναι η ερμηνεία του μεθυσμένου. Ο Κούρκουλος στην αντίστοιχη σκηνή είχε απόλυτο μέτρο και ωριμότητα δίνοντας μια ερμηνεία με λεπτές αποχρώσεις, σχεδόν σπαρακτική. Ο Κώστας Βασαρδάνης έχει πολλές καλές στιγμές ειδικότερα στη σκηνή με τη μητέρα του και καταφέρνει να εντάξει τον ιδιότυπο πολλές φορές λόγο του στο ύφος του ρόλου. Η Σοφία Καλεμκερίδου μπέρδεψε δυστυχώς τη λιτότητα με την απουσία παιξίματος και αφέθηκε σε μια υποτυπώδη διεκπεραίωση του ρόλου της Κάθριν με ελάχιστες καλές στιγμές.
Συμπέρασμα: Μια πολύ καλή - κλασική - παράσταση για να γνωρίσουμε ένα υπέροχο κείμενο και να απολαύσουμε σημαντικές ερμηνείες.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Σαρδέλες με... σαρδάμ

Συγγραφέας: Μάικλ Φρέιν

Σκηνοθέτης: Αντώνης Καλογρίδης

Πού: Στο Θέατρο Ιλίσια-Ντενίση (Παπαδιαμαντοπούλου 4, τηλ. 2107210045)

Πότε: Τετάρτη ως Κυριακή

Υπόθεση: Μια ομάδα ηθοποιών ανεβάζει με την καθοδήγηση ενός σκηνοθέτη την παράσταση με τίτλο "Να γδύσουμε τους ντυμένους". Στην πρώτη πράξη του έργου παρακολουθούμε την πρόβα των ηθοποιών για την παράσταση που πρόκειται να ανεβάσουν. Στη δέυτερη πράξη παρακολουθούμε τα παρασκήνια την ώρα που στη σκηνή του υποθετικού θεάτρου εξελλίσσεται η κανονική παράσταση. Στην τρίτη πράξη σκηνή και παρασκήνια γίνονται ένα καθώς οι σχέσεις των ηθοποιών έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο τόσο επι σκηνής όσο και πισω από αυτή.
Η φάρσα του Μάικλ Φρέιν είναι ένα από τα πιο αστεία έργα που έχουν γραφεί ποτέ σχετικά με τις σχέσεις των ηθοποιών και το ανέβασμα μιας παράστασης. Στη χώρα μας έχει ανέβει άλλες τρεις φορές με κυριότερη και πιο πετυχημένη την παράσταση της Ελευθερης Σκηνής το 1983.
Η παράσταση: Η φάρσα είναι κατά τη γνώμη μας ένα από τα δυσκολότερα και πιο απαιτητικά είδη θεάτρου. Ειδικότερα το συγκεκριμένο έργο στηρίζεται τόσο πολύ στην ακρίβεια, την ατάκα και την αυστηρότητα των στιγμών που πρέπει να παίζεται απολύτως σοβαρά για να βγάλει γέλιο. Οποιαδήποτε παρέκλισση από αυτό μετακινεί το εργο στη μπαλαφάρα και στο αλαλούμ. Δυστυχώς η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Ιλίσια είχε ελάχιστες καλές στιγμές καθώς εκτράπηκε πολλές φορές σε ένα συνονθύλευμα κραυγών και κινήσεων από τις οποίες ο θεατής δεν καταλάβαινε τίποτα. Δε γνωρίζουμε αν η ευθύνη βαρύνει τον σκηνοθέτη Αντώνη Καλογρίδη που στο παρελθόν έχει δώσει εμπνευσμένες παραστάσεις ή τους ηθοποιούς που τη βραδιά που τους παρακολουθήσαμε εμείς είχαν ξεφύγει από κάθε μέτρο. Πάντως το αποτέλεσμα ήταν πολυ κατώτερο των δυνατοτήτων τους ιδιαίτερα στα δύο πρώτα μέρη.
Από το όλο θέαμα διασώθηκε και έδειξε για μια ακόμη φορά το γνήσιο ταλέντο του ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Κρίμα που οι περισσότεροι από τους άλλους ηθοποιούς προτίμησαν τις ευκολίες τους και ακύρωσαν μια ευχάριστη βραδιά. Ελπίζουμε να ήταν μόνο συμπτωματικό.
Συμπέρασμα: Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη...

Βάσσα

Συγγραφέας: Μαξίμ Γκόρκι

Σκηνοθέτης: Στάθης Λιβαθηνός

Που: Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας (Κεφαλληνίας 16, τηλ. 2108838727)

Πότε: Τετάρτη ως Κυριακή

Υπόθεση: Η Βάσσα είναι η μητέρα της Άννας, του Σεμιόν και του Πάβελ. Ο πατέρας της οικογένειας Ζαχάρ κατάφερε χάρη στις ικανότητες του να ξεχωρίσει από απλός εργάτης, να δημιουργήσει μια επιχείρηση και να ανέλθει κοινωνικά. Στο ξεκίνημα του έργου ο Ζαχάρ είναι ετοιμοθάνατος και η Βάσσα ανήσυχη για το μέλλον της επιχείρησης προσπαθεί να βρει τρόπους που θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της γνωρίζοντας οτι οι δυο γιοί της είναι ανίκανοι να τη διευθύνουν. Οι προσπάθειες της Βάσσα να κατευθύνει τις ζωές των ανθρώπων που την περιβάλλουν - από τους γιους και τις νύφες της ως τον επιστάτη και τον αδελφό του άντρα της- δίνουν μια ιστορία με εντάσεις, συγκρούσεις και πόνο.
Η παράσταση: Το έργο του Γκόρκι (1910) ευτύχησε στο ανέβασμα του στην ελληνική σκηνή να έχει ως σκηνοθέτη έναν άνθρωπο που γνωρίζει βαθιά το ρώσικο θέατρο, τις ρίζες και την εξέλιξη του. Ο Στάθης Λιβαθηνός που έχει σπουδάσει σκηνοθεσία στο Κρατικό Ινσττούτο Θεάτρου της Μόσχας, έστησε μια παράσταση που κυριαρχεί η σκοτεινή όψη των προσώπων, η επιθετικότητα, ο κυνισμός και οι επιφανειακές τους σχέσεις. Οι ήρωες είναι άγρια θηρία που συνωστίζονται σε κλουβιά και αλληλοσπαράσσονται. Στο επίκεντρο όλων η Βάσσα, θηρίο και θηριοδαμαστής, θύτης και θύμα των μηχανοραφιών της είναι το πρόσωπο που κινεί τα νήματα και επιλέγει τις λύσεις στα αδιέξοδα δημιουργώντας νέα...
Τον κλειστοφοβικό χαρακτήρα της παράστασης τονίζει το ευρηματικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου με τα κάγκελα που περιβάλλουν τους ηθοποιούς και το μοναδικό τραπέζι στο μέσον της σκηνής να υπενθυμίζει τους δεσμούς της οικογένειας με τόσο ειρωνικό και σαφή υπαινιγμό. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή δίνουν ατμοσφαιρικές και εύστοχες λύσεις στο ύφος της παράστασης και στο στόχο της σκηνοθεσίας.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι σε κάθε παράσταση του Στάθη Λιβαθηνού ένα από τα κύρια στοιχεία επιτυχίας. Πιο συγκεκριμένα η Μπέτυ Αρβανίτη στον επώνυμο ρόλο διέθεσε με ευκολία όλο τον απαραίτητο κυνισμό που απαιτούνταν και έδωσε με πολύ λεπτές αποχρώσεις τη σκληρότητα, την αποφασιστικότητα και την δύναμη μιας ηρωίδας που ενεργεί αλλά και αμφιβάλλει, συγκρούεται, εγκληματεί αλλά και μετανοεί. Μια ερμηνεία με υποκριτική ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί.
Η Μαρία Καλλιμάνη στο ρόλο της Άννας δείχνει την κλάση και τις δυνατότητες της δίνοντας μια ηρωίδα με βάθος και κρυφές επιθυμίες. Η Άννα Κουτσαφτίκη στο ρόλο της Λιουντμίλας τόνισε με επιτυχία την καταπίεση και το μαρασμό της ηρωίδας στο πλευρό ενός άνδρα που δεν αγαπά και είχε στιγμές με συγκίνηση και ευαισθησία. Η Τζίνη Παπαδοπούλου ήταν μια επιτυχής επιλογή για το ρόλο της Νατάλιας εφόσον απέδωσε με σκηνική ενάργεια τον μικροαστισμό της νεαρής νύφης και τον πόθο της για μια διαφορετική ζωή.
Ο Μάνος Βακούσης εδωσε μια ερμηνεία στιβαρή με υπαινικτικό χιούμορ, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος τόνισε τη σύγχυση και τη μαλθακότητα του Σεμιόν και ο Ηλίας Κουνέλας είχε αρκετές καλές στιγμές αλλά και εξάρσεις υπερ-παιξίματος.
Αφήσαμε για το τέλος ένα πολύ καλό ηθοποιό, από τους στυλοβάτες του Ανοιχτού Θεάτρου, τον Κώστα Γαλανάκη που ερμηνεύει με κύρος και λιτότητα τον Μιχαήλ. Νομίζουμε πως οι σκηνές του με τη Βάσσα είναι απο τις καλύτερες της παράστασης.
Συμπέρασμα: Μια πολύ καλή παράσταση, με ωραίες ερμηνείες.